το αδύνατο δεν υπάρχει #1 [Φώτης]

Περίληψη προηγούμενων κεφαλαίων (σύνδεσμοι στην παράπλευρη στήλη): Πέντε άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι συγκεντρώνονται και ξεκινούν να συναντήσουν ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο τους κατευθύνει προς την Ιθάκη. Στο δρόμο ανακαλύπτουν ότι συνδέονται (σχεδόν) όλοι με το ίδιο άτομο -το δημοσιογράφο Παναγιώτη Νικολάου. Πριν φτάσουν στην Πάτρα, έχουν ένα παράξενο τροχαίο επεισόδιο.

πανικός είναι ένα τέρας. Μια κατάσταση του νου όπως η χαρά και η λύπη –κι ωστόσο κάτι δραματικά διαφορετικό απ’ αυτές. Είναι το μπάσταρδο του Φόβου και της Πίεσης, ο ετεροθαλής αδελφός της αγωνίας, ένα τέρας με πολλά χέρια που όμως δεν πιάνουν και πολλά πόδια που όμως δεν τρέχουν. Ένας ανεπιθύμητος επισκέπτης που εκτός από απρόσκλητος είναι και γρουσούζης. Η παρουσία του προοιωνίζεται βάσανα.

Όχι, βέβαια, πως πρόλαβε να τα σκεφτεί όλα αυτά ο Φώτης. Όταν, αργότερα, προσπάθησε να ξαναφέρει στο νου του εκείνες τις στιγμές, το μόνο πράγμα που του ερχόταν εκτός απ’ την εικόνα της νταλίκας που κινιόταν με την όπισθεν κατά πάνω τους, ήταν αυτό: πανικός.
Τα πάντα έγιναν μέσα σε δύο ή το πολύ τρία δευτερόλεπτα, μέσα στα οποία άκουγες φωνές «πρόσεχε!», «στρίψε!» και τέτοια. Για λίγο φοβήθηκε πως ο οδηγός, παγωμένος από τον πανικό όπως όλοι τους, δεν θα αντιδρούσε καθόλου και το θηριώδες όχημα θα τους συνέθλιβε με την ορμή και το βάρος του. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή και παρότι το αντίθετο ρεύμα ήταν άδειο, ο Δημήτρης έκοψε ψύχραιμα δεξιά στο περιθώριο του δρόμου, περνώντας ξυστά από τη νταλίκα και τσακίζοντας τις άκρες των δέντρων που προεξείχαν στο όριο της ασφάλτου.
Πάτησε φρένο και σταμάτησε βρίζοντας. Τα κορίτσια είχαν γίνει ένα κουβάρι. Ο Φώτης θυμόταν καθαρά τα μάτια της Ελίνας γεμάτα βουβό τρόμο όταν, γυρνώντας προς τα πίσω να ελέγξει αν είναι όλα εντάξει, τις είδε αγκαλιασμένες με την Αλεξάνδρα.

(Πράγματι, κάτι παραπάνω από μια απλή κατάσταση του νου, έτσι αγαπητέ Φώτη; Πανικός ο διασαλευτής, πανικός ο αφυπνιστής, πανικός ο συμφιλιωτής. Θα μπορούσε άραγε να σταματήσει την κατηφόρα της ανθρωπότητας, ανοίγοντας μπρος στα πόδια της το γκρεμό; Θα ένωνε άραγε την Κύπρο ένας μεγάλος σεισμός; Το Ισραήλ με την Παλαιστίνη μια επίθεση εξωγήινων; )

Ο Άρης ήταν ο πρώτος που αντέδρασε ζητώντας ν’ ανοίξουν την πόρτα. Ο Φώτης βγήκε και τράβηξε τη συρόμενη. Ο Οδυσσέας κατέβηκε και τον ακολούθησε ο Άρης. Ο Δημήτρης είχε σβήσει τη μηχανή και κατέβαινε από τη δική του πόρτα κοιτώντας προς την κατεύθυνση που απομακρύνθηκε η νταλίκα. Η Αλεξάνδρα με την Ελίνα κατέβηκαν τελευταίες.

«Κάτι δεν πάει καλά εδώ.» Είχαν περάσει απ’ τη μεριά του δρόμου και κοιτούσαν εκεί που τους έδειχνε ο Δημήτρης. Στη μέση της κοιλότητας του δρόμου η νταλίκα στεκόταν ακινητοποιημένη.
«Μα τι θέλει, επιτέλους;» ρώτησε η Αλεξάνδρα, η οποία δεν είχε συνέλθει ακόμα.
«Δεν ξέρω», είπε ο Φώτης. «Θα ‘λεγε κανείς πως είναι ακυβέρνητο.»
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ», είπε ο Δημήτρης. «Πάω να ρίξω μια ματιά.»
«Πρόσεχε», φώναξε η Ελίνα.
«Πάω κι εγώ», είπε ο Άρης, ακολουθώντας το Δημήτρη που ήδη κατηφόριζε.
«Μάλλον έχετε δίκιο», είπε ο Οδυσσέας στο Φώτη. «Φαινόταν να κινείται με το βάρος της, χωρίς μηχανή.» Έμεινε να το σκέφτεται. «Είναι άλλωστε η μόνη λογική εξήγηση», πρόσθεσε.
«Εγώ δεν ψάχνω πλέον για λογικές εξηγήσεις», είπε η Ελίνα. «Όλο αυτό το πράγμα που ζούμε είναι παράλογο. Αισθάνομαι σαν πιόνι…, σαν πιόνι της μοίρας.»
«Παράξενο», είπε η Αλεξάνδρα.
«Ποιο πράγμα είναι παράξενο;» ρώτησε η Ελίνα.
«Αυτό, για τη μοίρα…» Η Αλεξάνδρα φαινόταν χαμένη εντελώς. «Σήμερα το πρωί, μόλις, μου τη λέγανε.»
Η Ελίνα γέλασε αμήχανα.
«Τι εννοείς σου τη λέγανε; Να σε πω τη μοίρα σου και το ριζικό σου;»
«Κάτι τέτοιο.» Κάνοντας αντήλιο με το χέρι, η Αλεξάνδρα είχε στρέψει την προσοχή της στη σκηνή που διαδραματιζόταν λίγο παρακάτω. Εκεί όπου ο Δημήτρης με τον Άρη, έχοντας ανοίξει τις πόρτες της καμπίνας του οδηγού της νταλίκας, φαίνονταν να ταλαιπωρούνται με κάτι στο εσωτερικό της.
«Κάτι γίνεται εκεί κάτω», είπε ο Οδυσσέας. «Δεν πάμε να δούμε;» Και ξεκίνησε ακολουθούμενος απ’ τους υπόλοιπους. Ο Φώτης ακολούθησε τελευταίος με ανάμεικτα συναισθήματα.

Είχε έναν άγριο ενθουσιασμό, σαν του παιδιού με το καινούργιο παιχνίδι. Όπως τότε με το μπιλιάρδο, ένα πράγμα. Μέρα-νύχτα τη στέκα είχε στο μυαλό του. Μέχρι που πήγε φαντάρος, έπιασε δουλειά κι ούτε που την ξανάπιασε στα χέρια του. Μετά…Πώς θα βάλει λεφτά στην άκρη, να ξεχρεώσει το αυτοκίνητο στην αρχή κι ύστερα ν’ αγοράσει σπίτι. Έτσι φύγαν τα χρόνια. Για να το κάνει τι; Για ποιον; Για κείνην, που έφυγε ξαφνικά, παραμονές του γάμου, χωρίς εξήγηση; Εκτός αν λογίζονται για εξήγηση οι ασυναρτησίες…

Δίπλα στη ρυμούλκα τους υποδέχτηκε ο Άρης μ’ ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο.
«Τα νεύρα του Δημήτρη είναι σε κακό χάλι», είπε μόνο.
«Μικρέ, αντί να κάνεις τον έξυπνο, δεν βοηθάς λιγάκι την κατάσταση;» ακούστηκε η φωνή του άλλου από πάνω. Είχε ανάψει τ’ αλάρμ της νταλίκας και έβγαινε από την πόρτα του συνοδηγού κρατώντας κάτι στα χέρια του.
«Μπορείς να το βάλεις καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πίσω είπε κλείνοντας το μάτι στον Άρη.
Ο «μικρός» πήρε το κόκκινο τρίγωνο και απομακρύνθηκε. Στο μεταξύ, ο Οδυσσέας είχε ανέβει στο σκαλοπάτι του οδηγού και κοιτούσε μέσα στην καμπίνα.
«Απίστευτο», ακούστηκε να μονολογεί.
«Τι συμβαίνει, Οδυσσέα;» ρώτησε ο Φώτης. «Ο οδηγός;»
«Ο οδηγός τετέλεσται», είπε ο Δημήτρης πηδώντας κάτω.
«Ανακοπή;»
«Κάτι τέτοιο. Αν τον δεις, δεν φαίνεται και τόσο περίεργο.»
«Είναι σίγουρα νεκρός;» παρενέβη η Αλεξάνδρα. «Μήπως μπορούμε…»
«Πιο σίγουρα δεν γίνεται, κοπέλα μου», είπε ο Δημήτρης. «Είναι πιο άψυχος κι από τούτη εδώ τη λαμαρίνα», είπε δείχνοντας το λευκό κουβούκλιο της ρυμούλκας. «Έχει και το ίδιο χρώμα.»
«Μα πώς; Θέλω να πω, δεν μπορεί να έχει πεθάνει πολύ ώρα.»
«Αυτό είναι το πραγματικά ανεξήγητο», είπε ο Οδυσσέας κατεβαίνοντας και κλείνοντας την πόρτα. Ο Φώτης έσπευσε να πάρει τη θέση του.
«Τι γίνεται Οδυσσέα;» άκουσε την Αλεξάνδρα να ρωτάει. «Τι είναι πάλι αυτά τα καινούργια μυστήρια; Γιατί δεν εξηγείτε τι συμβαίνει;» Απ’ το παράθυρο φαινόταν μόνο ένα κεφάλι με το στόμα ανοιχτό.
«Τι να εξηγήσουμε;» Ο Οδυσσέας ακούμπησε στον προφυλαχτήρα αναζητώντας τα τσιγάρα του. «Αυτός ο άνθρωπος μοιάζει να είναι νεκρός από ώρες. Τα χέρια του είναι σαν ξύλα.»
«Τότε θα πρέπει να οδηγούσε κάποιος άλλος», είπε η Αλεξάνδρα. Ο Φώτης άνοιξε την πόρτα και κοίταξε τον όγκο πίσω από το τιμόνι. Το μυαλό του αρνιόταν να επιβεβαιώσει το μήνυμα απ’ το οπτικό νεύρο.
«Δεν υπάρχει κανένας άλλος», είπε ο Οδυσσέας. «Κατ’ αρχάς, θα τον βλέπαμε. Έπειτα…»
«Έπειτα;»
«Πρέπει να το δεις μόνη σου για να καταλάβεις», είπε.
Η Ελίνα είχε σκαρφαλώσει ήδη απ’ τη μεριά του συνοδηγού. «Καλά, πώς μπόρεσε να μπει αυτό εδώ μέσα;» την άκουσαν να σχολιάζει.
Ο Φώτης έδωσε το χέρι του στην Αλεξάνδρα. «Πρέπει να το δεις κι εσύ», είπε βοηθώντας τη ν’ ανέβει, «γιατί εγώ μπορεί και να τρελάθηκα.»
Η Αλεξάνδρα βρέθηκε δίπλα του στο σκαλί. Προσπαθώντας να στηριχτεί στο ιδρωμένο χέρι του κοίταξε μέσα.
«Αδύνατον», ψέλλισε.
«Το ίδιο είπα κι εγώ».

Όμως δεν χωρούσε αμφιβολία. Ο ανοικονόμητος όγκος των εκατόν εξήντα κιλών, αυτό το θαύμα της φύσης, το σφηνωμένο ανάμεσα στο κάθισμα και το τιμόνι. Τα ανακατεμένα μαλλιά μέσα από τα οποία ξεπρόβαλαν δυο ορθάνοιχτα μάτια, δυο μάτια που φαίνονταν να κοιτάζουν σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις και που πλέον δεν έβλεπαν τίποτα. Όλα αυτά δεν μπορούσαν να ανήκουν σε κανέναν άλλο.
Ήταν ο οδηγός του πρωινού ραδιοταξί.

2 Σχόλια to “το αδύνατο δεν υπάρχει #1 [Φώτης]”

  1. Η κορύφωση του μυστηρίου,Τρελέ μου!

    Μ’αρέσει η γραφή σουυυυυυυυυυυυυυ!!!!

    φιλάκι…δαγκωτό (λόγω τρόμου!) ;))

  2. Ψυχή μου, φιλάκι…πονηρό (λόγω γνώσης της συνέχειας) 😉

Σχολιάστε