το ξύπνημα #1

κείνο το πρωί σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι μαζί με τον άλλο. Πόσον καιρό το περίμενε; Ήξερε πως θα ερχόταν αυτή η στιγμή, κάπου στο βάθος του το ήξερε.
Αν κάποιος τον παρακολουθούσε συστηματικά, δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά. Σηκώθηκε παραπατώντας, σαν κάθε πρωί, μέτρησε νοερά τα βήματα ως την τουαλέτα. Περίμενε υπομονετικά να υποχωρήσει η πρωινή στύση, ύστερα κατούρησε με τα μάτια μισόκλειστα καταβρέχοντας τη λεκάνη. Βλαστήμησε.
Έριξε άφθονο νερό στο κεφάλι του με σχολαστικότητα μανιακού. Έκανε κάποιες γυμναστικές ασκήσεις, σήκωσε τα ρολά, κρυφοκοίταξε τη χοντρή απέναντι να τινάζει τα σεντόνια –όχι πως εύρισκε τη θέα της ενδιαφέρουσα ή προκλητική. Είχε να πάει με γυναίκα από τότε…

Έφτιαξε καφέ μηχανικά. Από τη μέρα που έκοψε το κάπνισμα, ο καφές σαν να έχασε την ουσία του. Συχνά τον έφτιαχνε έτσι, για την τιμή των όπλων, κι ύστερα έφευγε χωρίς να πιεί ούτε γουλιά. Σήμερα όμως το χρειαζόταν ένα τσιγάρο.
Ακούμπησε το φλιτζάνι με τον καφέ στο τραπεζάκι του καθιστικού και άναψε την τηλεόραση. Ύστερα βάλθηκε να ψαχουλεύει τα συρτάρια.

Πρώτο συρτάρι, δεύτερο, τίποτα. Μάταιος κόπος. Θυμόταν πολύ καλά την τελευταία φορά. Όχι απλά πέταξε το πακέτο, αλλά έψαξε ακριβώς στα ίδια σημεία για να βεβαιωθεί πως δεν υπάρχουν ξεχασμένα τίποτα τσιγάρα που θα τον έβαζαν σε πειρασμό. Όταν έφυγε εκείνη, πήρε μαζί της και το κέφι του για όλα αυτά τα μικρά πράγματα που μοιραζόντουσαν άλλοτε. Μέχρι και το τσιγάρο άρχισε να τον αηδιάζει. Σα να προσπαθούσε να την ξεριζώσει από μέσα του, έφτιαξε μια καινούργια ζωή, βασισμένη σε πράγματα που συνήθιζε πριν τη γνωρίσει: γυμναστική, τηλεόραση, άφθονος ύπνος.
Τελευταίο συρτάρι. Κάτι ξεχασμένα cd, δυο διαφορετικοί φορτιστές και το κινητό του τηλέφωνο. Πόσους μήνες είχε να το ενεργοποιήσει; Σχεδόν από τότε. Για λίγο καιρό περίμενε μήπως τον ζητήσει. Σιγά! Τώρα τον κοιτούσε απ’ τον πάτο του συρταριού, σα να τον προκαλούσε. Το πήρε και το άνοιξε. Περίμενε να βρει τη μπαταρία άδεια, αλλά ήταν μια χαρά. Θυμήθηκε το χαρακτηριστικό ήχο και το μήνυμα εκκίνησης, περασμένο από κείνην: ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΑΝΤΡΑ!
Όχι πως ήταν παντρεμένοι, βέβαια. Δεν πρόλαβαν. Όταν εκείνη έφυγε σαν κυνηγημένη, αυτός ήταν που ανέλαβε τη θλιβερή διαδικασία της ακύρωσης. Την εκκλησία, το ταξιδιωτικό γραφείο και τους διάφορους γνωστούς, τους οποίους έκτοτε θα απέφευγε συστηματικά.

Άρχισαν να καταφθάνουν τα μηνύματα για τις προωθημένες κλήσεις. Θυμήθηκε την αγωνία με την οποία περίμενε άλλοτε τα δικά της μηνύματα. Άλλοτε… Ούτε ένας χρόνος. Αυτός που δεν είχε ποτέ κινητό, που δεν ήξερε τι είναι η αναπάντητη… Μια ζωή προστατευμένη, προσηλωμένη στο παρελθόν, χωρίς γυναίκες, χωρίς ρίσκα… Δεν έπρεπε να ξαναμπεί στον άγονο κύκλο των αναμνήσεων, ειδικά αυτή τη στιγμή, κυριευμένος απ’ αυτό το συναίσθημα… ποιο συναίσθημα; Ένα βάρος ήταν μόνο, δεν έπρεπε να το μεγαλοποιεί, δεν έπρεπε να του επιτρέψει… τι να επιτρέψει; Γιατί όλα είχαν γίνει ξαφνικά τόσο αλλόκοτα;

Μια γουλιά… πού ήταν πάλι αυτά τα τσιγάρα; Α, ναι, δεν υπήρχαν τσιγάρα, δεν κάπνιζε πια… Κάθισε στην άκρη του καναπέ. Ένιωσε την πικρή γεύση του καφέ να γεμίζει το στόμα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα: τον είχε πετύχει. Αυτή η παλιά, καταναγκαστική επιθυμία για καφέ! Η συντροφιά του, η μόνη του συντροφιά μαζί με τα βιβλία του και την τηλεόραση. Φίλους, παρέες ποτέ δεν είχε πολλές. Βαριόταν τους ανθρώπους. Η παρουσία τους ανέκαθεν τον ενοχλούσε. Εκείνη το είχε αλλάξει κι αυτό. Εκείνη… Μια πόρτα άνοιξε κι αυτός γύρισε μέσα του. Ο χειμώνας χίμηξε καλοκαιριάτικα και τον τύλιξε με τη ζοφερή οικειότητα και την παγωνιά όλων των ατελείωτων χειμώνων του, της μοναξιάς και της πλήξης… Στο γραφείο, μετά στο σπίτι και πάλι την άλλη μέρα, την ίδια κι απαράλλαχτη «άλλη» μέρα… Πώς άφησε τη ζωή του να φύγει έτσι;

Η χοντρή κυνηγούσε ένα παιδάκι. Είχαν κι ένα κουνέλι στο μπαλκόνι. Η χοντρή κυνηγούσε το παιδάκι που κυνηγούσε το κουνέλι. Το παιδάκι ξεφώνιζε. Έπεφτε, ξανασηκωνόταν, ξανάπεφτε, ύστερα εκείνη το άρπαξε και το έβαλε μέσα στο σπίτι. Οι φωνές σταμάτησαν. Ποτέ πριν δεν είχε σκεφτεί να κάνει παιδιά…

Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ. Θυμήθηκε την τηλεόραση που για κάποιο λόγο έπαιζε στα μουγκά και ανέβασε την ένταση. Εκκλήσεις στον κόσμο για τον τυφώνα. Δυο μέρες τώρα δεν άκουγες τίποτε άλλο. Τυφώνας στην Ελλάδα; Μη χειρότερα! Όχι πως είχε πρόβλημα να μην πάει στη δουλειά. Κάποιοι εκεί πάνω το ‘χανε πάρει ζεστά το πράμα: όλος ο δημόσιος τομέας κλειστός. Οι υπόλοιποι φαίνεται δεν κινδυνεύανε…
Σηκώθηκε για την τουαλέτα. Πήγαινε με ελβετική ακρίβεια κάθε πρωί, μετά τις πρώτες γουλιές του καφέ. Εκεί συγκέντρωνε τις σκέψεις του και οργάνωνε τις κινήσεις της ημέρας. Σήμερα δεν υπήρχαν κινήσεις. Σήμερα θα έμενε με τις πυτζάμες. Ας ήταν καλά η Ιφιγένεια! Αν δεν υπήρχε κι αυτό το όνειρο… Ένιωσε πάλι το ίδιο βάρος, βάρος που γρήγορα μετατράπηκε σε εκνευρισμό. Να πάει για τσιγάρα ή να μην πάει; Δεν θα πήγαινε που να πάρει ο διάολος, δεν θα πήγαινε ο κόσμος να χαλούσε!

«Η επιδείνωση του καιρού προβλέπεται ραγδαία τις επόμενες ώρες. Ο τυφώνας κινείται ήδη νοτιοδυτικά προς την περιοχή του βορείου Αιγαίου, ακολουθώντας Γιώργο θα ‘λεγε κανείς, τη διαδρομή της επιστροφής των μυθικών ηρώων από τη χώρα των Ταύρων. Υπενθυμίζουμε ότι οι επιστήμονες, οι οποίοι από τις αρχές της περασμένης εβδομάδας…» Άλλαξε κανάλι. «…χωροστατούντος του αρχιεπισκόπου, κατά την καθιερωμένη επιμνημόσυνο δέηση στη μνήμη του μεγαλομάρτυρος αγίου, έγινε ειδική αναφορά…» Έκλεισε την τηλεόραση βρίζοντας. Δυο μέρες τώρα δεν έλεγαν τίποτε άλλο οι ρουφιάνοι! Σκάνδαλα, ασφαλιστικά, απεργίες, όλα πήγαν περίπατο…
Κάτω στο δρόμο, η χοντρή είχε πιάσει κουβέντα με τη μαυρούλα του πρώτου που γυρνούσε ποιος ξέρει από πού σέρνοντας πίσω της τα δίδυμα. Φώναζαν και χειρονομούσαν γεμάτες έξαψη. (Πού την εύρισκαν τόση όρεξη; ) Τα παιδιά γύρω χαλούσαν τον κόσμο. Άντε πάλι ο χαλασμός…

Ένα ρολόι χτύπησε κάπου, ένα ρολόι χτυπούσε ασταμάτητα. Απίστευτο πόσο επίμονα μπορούν να γίνουν μερικά πράγματα. Κάτι, κάποιος, χτυπούσε μέσα στο κεφάλι του. Χωρίς να ξέρει γιατί, άνοιξε την πόρτα της εισόδου. Κανείς. Ανάσανε με ανακούφιση. Ξεχνώντας να κλείσει επέστρεψε στο καθιστικό. Πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι, η οθόνη του κινητού τηλεφώνου αναβόσβηνε. Κλήσεις από αριθμούς που πια δεν θυμόταν, κλήσεις χωρίς αναγνώριση… Άρχισε να τις διαγράφει μηχανικά. Κάποιες είχαν ονόματα που θυμόταν αόριστα. Ονόματα απ’ το παρελθόν, απομεινάρια της ένδοξης περιόδου. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Υπήρχαν πραγματικά; Λογικά ναι, θα πρέπει να υπήρχαν, σκέφτηκε. Αλλά ποιος τους έδωσε το δικαίωμα να εισβάλλουν έτσι στη ζωή του, στον τηλεφωνικό του κατάλογο; Του κώλου το τηλέφωνο! Κάπου θα πρέπει να υπήρχε μια επιλογή για διαγραφή όλων των κλήσεων, όλων των καταχωρίσεων, όλων των φαντασμάτων…
Και τότε το είδε. Στο κάτω μέρος της οθόνης, σταλμένο πριν από κάπου («για να δω… Νοέμβριος…») οκτώ μήνες, με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και το αινιγματικό του χαμόγελο, το μήνυμα-Τζοκόντα, το μήνυμα-σμέρνα, το μήνυμα-πού-είναι-επιτέλους-εκείνο-το-γαμημένο-το-τσιγάρο τον κοίταζε. Το κοίταζε κι αυτός. Με το βλέμμα σταθερά καρφωμένο στον άγνωστο αριθμό σήκωσε το φλιτζάνι με τον καφέ και το έφερε στο στόμα του. Πάτησε το πλήκτρο. Ακούστηκε ένα γλόιν, σα να κέρδισε πόντους σ’ ένα αόρατο φλίπερ. Τι παράξενη σκέψη! Εντάξει, λοιπόν. Το μήνυμα άνοιξε. Δυο λέξεις, μια διεύθυνση και μια ημερομηνία. Ημερομηνία; Σαν υπνωτισμένος γύρισε στην ημερομηνία του τηλεφώνου, για να επιβεβαιώσει αυτό που γνώριζε ήδη: 27 ΙΟΥΛΙΟΥ (ολογράφως και με κεφαλαία) του αγίου Παντελεήμονος, μεγάλη η χάρη του! Η ημερομηνία ήταν σημερινή. Το φλιτζάνι έσκασε σα βόμβα στο πάτωμα.

5 Σχόλια to “το ξύπνημα #1”

  1. Τις λατρεύω τις ιστορίες σου, Αντώνη. Καθεμιά έχει το χρώμα και τη γεύση της. Πολύ μ’ άρεσε, εύγε σου! Καλό βράδυ, πολλά φιλιά.

  2. Χαίρομαι που σου άρεσε, ειδικά αυτή, έχει σημασία! Νά ‘σαι πάντα καλά, θαλασσάκι μου, πολλά φιλιά κι από μένα 🙂

  3. Α! Αντώνη σε λένε?
    Καλησπέρα
    Απολαυστικό,υπέροχο φιλμάκι..
    έτσι το είδα..
    Δεν μπορώ να θυμηθώ το γκρούπ
    που παίζει στο player

  4. Yes ……στραβομάρα!!!!

  5. Yes, φίλε Κώστα, χαίρομαι που σου άρεσε το φιλμάκι, έπεται συνέχεια ..σίκουελ, που λένε 🙂

Αφήστε απάντηση στον/στην trelos Ακύρωση απάντησης